Η ΛΕΚΑΝΗ ΤΟΥ ΣΤΡΥΜΟΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ
Οπως και οι άλλοι σημαντικοί τόποι της Μακεδονίας, έτσι και εδώ, η κριτική παράμετρος που καθορίζει τις ιστορικές εξελίξεις του τόπου δεν είναι τα βουνά, αλλά τα ποτάμια. Τα ποτάμια σχηματίζουν στις λεκάνες τους εύφορες πεδιάδες και χαράσουν τα περάσματα ανάμεσα στους ορεινούς όγκους. Ο πολιτισμός που γεννάν αυτές οι φυσικὲς συνθήκες είναι ένας πολιτισμός της γεωργίας και του εμπορίου. Τα βουνά δεν τον ενδιαφέρουν. Τα αφήνει στους νομαδικούς πληθυσμούς (Βλάχοι, Σαρακατσάνοι), με τους οποίους διατηρεί στοιχειώδεις οικονομικές σχέσεις και μόνο. Οι συνθήκες αυτές του δίνουν από πολύ νωρίς την δυνατότητα κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και διαρκή πολιτική αστάθεια, καθώς πολλοί εποφθαλμιούν τον τόπο. Γιατί αυτές οι υγρές πεδιάδες δεν είναι μόνο πλούσιες, αλλά και στρατηγικής σημασίας οδοί.
Η λεκάνη του Στρυμόνα είναι πάνω στην οδό που ενώνει την Ανατολή με την Δύση και τις πλατειές πεδιάδες της Βόρειας Βαλκανικής με το Αιγαίο. Σαν αποτέλεσμα η ιστορία του τόπου είναι μια διαρκής διαδοχή κατακτήσεων και αιματηρών διεκδικήσεων. Κι αυτό το σκηνικό δεν αφορά μόνο το μακρινό παρελθόν, μα και το σχετικά πρόσφατο. Τα βουνά, αντίθετα, έμειναν αραιοκατοικημένα, από τους λίγους νομάδες και από τους διωγμένους των συγκρούσεων του κάμπου. Ενώ η δόξα των τοπικών αστικών κέντρων των κάμπων συνήθως δεν ήταν αποτέλεσμα τόσο του μόχθου της τοπικής κοινωνίας, όσο της πολιτικής βούλησης κάποιας μακρινής κεντρικής εξουσίας ή των νέων κυρίαρχων, να αποδείξουν με φαντασμαγορικό τρόπο την κυριαρχία τους στον τόπο. Συνήθως αυτές οι υψηλές χορηγίες αφορούν δημόσια κτήρια κοινού ενδιαφέροντος, όπως εκκλησίες, αγορές, βρύσες, λουτρά και λοιπά. Ο,τι δηλαδή σήμερα αναγνωρίζουμε σαν μνημεία.
Ενας άλλος τομέας όπου η διαρκής ιστορική διεκδίκηση του τόπου εύρισκε πεδίο δράσης, ήταν η παιδεία, δηλαδή η διεκδίκηση της γλώσσας. Σε κάθε φάση της ιστορικής παλινωδίας, όταν δηλαδή μιά εθνική κοινότητα αποκτούσε την κυριαρχία του τόπου, ο,τι οι νέοι αφέντες φρόντιζαν από την πρώτη στιγμή, ήταν να διώξουν τα σχολεία των “άλλων” και να στηρίξουν με όλες τους τις δυνάμεις τα δικά τους εθνικά σχολεία. Η αήθης αυτή τακτική είχε και ένα καλό αποτέλεσμα: οι γενικά αδιάφοροι στα γράμματα πλούσιοι έμποροι και προύχοντες άνοιγαν τα σεντούκια τους και χρηματοδοτούσαν αφειδώλευτα την δημιουργία και συντήρηση σχολείων, προς όφελος τελικά των παιδιών της μεγάλης λαϊκής μάζας, που άλλως δεν θα είχαν και πολλές ευκαιρίες μόρφωσης. Σε αυτήν την διελκυνστίδα η ελληνική κοινότητα ήταν πολύ δύσκολο να ηττηθεί, παρόλη την αγριότητα των υπολοίπων διεκδικητών του τόπου.