ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ
Την κουζίνα δεν την κάνει ο τόπος αλλά ο άνθρωπος. Ο τόπος βέβαια δίνει τις πρώτες ύλες, αλλά ο άνθρωπος είναι το μέτρο του πολιτισμού και η κουζίνα στέκεται στο κέντρο του πολιτισμού.
Η Πίνδος ήταν πάντα ένας τόπος φτωχός, ένας τόπος πέτρινος. Οι κάτοικοί της όμως ήταν ανήσυχοι, φιλοπρόοδοι και φιλόκαλλοι. Με τις πέτρες φτιάξανε έναν εξαιρετικά όμορφο κόσμο: γεφύρια, καλντερίμια, κρήνες, εκκλησιές. Τόσο όμορφα δουλεμένο που κάποτε καταντά υπερβολικός, αν αναλογιστείς την βαρειά πρώτη ύλη.
Το ίδιο συνέβει και με την κουζίνα της. Οι γυναίκες της Πίνδου φτιάξανε με λίγα και ταπεινά υλικά έναν κόσμο θαυμαστό. Η γεύσεις αυτών των ταπεινών μαστόρισσων στήριξε γενιές και γενιές σκληρά εργαζόμενων ανθρώπων. Παρηγόρησε την φτώχεια των ανθρώπων. Εδωσε την γλυκειά βάση για τα γλέντια της κοινότητας.
Οταν ήρθε η οικονομική προκοπή, οι γεύσεις γίνανε πιό απαιτητικές, πιο περίτεχνες. Πήρανε ιδέες από την Πόλη κι από τα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αργότερα (στις μέρες μας) αποθεώσανε την κρεοφαγία και το εξεζητημένο. Σήμερα βρίσκει κανείς στις αγορές του τόπου ιδιαίτερα προϊόντα: καπνιστές πέστροφες του Βοϊδομάτη, λουκάνικα ελαφιού της Κόνιτσας, καπνιστά τυριά του Μετσόβου. Ομως η αρχοντιά της κουζίνας της Πίνδου θα βρίσκεται πάντα στην βαθύρριζη παράδοση: πίτες. Η πίτες είναι η καρδιά και η ψυχή της κουζίνας της. Η ταυτότητά της.
Η κουζίνα αυτών των τόπων είχε πάντα ένα θεμέλιο: το στάρι και το αλέυρι του. Τραχανάδες, ζυμαρικά, πλιγούρια, μπακλαβάδες, χυλοπίτες και βέβαια ψωμί και πίτες. Πάνω σε αυτό το θεμέλιο χτιστήκαν όλες οι άλλες γεύσεις. Οποιος επισκευτεί αυτά τα όμορφα μέρη δεν μπορεί να λέει ότι γνώρισε καλά τον τόπο, αν δεν γεύτηκε τις πίτες των νοικοκυρών του.